CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

Sunday 8 June 2008

Αϊ σιχτίρ

Θυμάμαι, κάποτε, είχε έρθει μια φίλη της θείας μου επίσκεψη στο σπίτι. Ποιήτρια κι αυτή. Φορούσε ένα μακρύ φόρεμα από ταφτά, κρινολίνα και χρωματιστό φουλάρι. Μόλις είχε πεθάνει ο άντρας στο Βιετνάμ και ήταν απαρηγόρητη, παρά το χρωματιστό φουλάρι.
Η θεία προσπάθησε να τη βοηθήσει να ορθοποδήσει. Της μίλησε για την ομορφιά του θανάτου, για την έλλειψη του ανδρός, για τα "Γράμματα Γενεθλίων" του Τεντ, του θείου μου. Εκείνη τίποτα. Εκεί, να κλαίει και να οδύρεται. Δεν πειθόταν με τίποτε ότι ο θάνατος είναι μια κάποια λύτρωσις.
Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, κάτσε να ηρεμήσεις, να βρεις μιαν άκρη, μια παρέα, ένα κάτι τις. Ανυποχώρητη η φιλενάδα μας. Το δάκρυ κορόμηλο. Ώσπου, έτσι ξαφνικά, αποφάσισε ότι όλα θα πρέπει να αλλάξουν. Όλα.
Κι έτσι, πέταξε τα παλιά της έπιπλα, τα παλιά της ρούχα, τα παλιά της κοσμήματα, παραιτήθηκε από τη δουλειά, έβαλε το παιδί -είχε κι ένα κοριτσάκι δώδεκα ετών- εσώκλειστο σ' ένα κολεγιάκι της προκοπής, και την έκανε γι' αλλού.
Έκτοτε, δε μάθαμε τίποτε γι' αυτήν. Μόνο μια φορά, είχε έρθει ένα γράμμα στο σπίτι της θείας μου το οποίο, όπως μας διάβασε ατάραχη, έλεγε ότι την ημέρα των γενεθλίων του άντρα της, και δύο χρόνια μετά το θάνατό του, θα κλεινόταν σε μοναστήρι.
Πριν από τέσσερα χρόνια είχαμε επισκεφθεί το μοναστήρι με μια παρέα συμφοιτητών μου. Το καμένο μύριζε ακόμα. Όπως και τα κόκαλα.
Αϊ σιχτίρ.

0 comments: